- ἐτόλμησα
- τολμάωBodl. Quarterly Recordaor ind act 1st sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐτόλμησ' — ἐτόλμησα , τολμάω Bodl. Quarterly Record aor ind act 1st sg (attic ionic) ἐτόλμησο , τολμάω Bodl. Quarterly Record imperf ind mp 2nd sg ἐτόλμησε , τολμάω Bodl. Quarterly Record aor ind act 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιρετώ — άω, Ν 1. χαιρετίζω, απευθύνω χαιρετισμό σε κάποιον («να χαιρετάς την κλεφτουριά») 2. φρ. «χαιρέτα μου τον πλάτανο» α) λες ανοησίες ή ασυναρτησίες β) λέγεται σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης τών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. εχαιρέτισα τού ρ.… … Dictionary of Greek
ψηφώ — ψηφῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. δίνω σημασία, υπολογίζω, λογαριάζω νεοελλ. μσν. σέβομαι, εκτιμώ (α. «δεν ψηφάει κανέναν» β. «οὐδὲν ψηφᾱν τοῡ βασιλέως, τὴν μάχην, οἵα κι ἂν ἔνι», Χρον. Μoρ.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «φροντίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐψήφισα, αόρ. τού… … Dictionary of Greek
κἀτόλμησ' — ἀ̱τόλμησα , ἀτολμάω to be aor ind act 1st sg (attic doric ionic aeolic) ἀτόλμησι , ἀτολμάω to be pres ind act 3rd sg ἀ̱τόλμησο , ἀτολμάω to be imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀτόλμησο , ἀτολμάω to be pres imperat mp 2nd sg ἀ̱τόλμησο , ἀτολμάω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)